Το πρώτο Βασικό Βήμα για μια αστρική προβολή είναι να
μπορούμε να χαλαρώνουμε φυσικά και νοητικά, χωρίς άγχος χρόνου και χωρίς να μας
απασχολεί καμιά ιδιαίτερη ανάγκη. Τα σχετικά βιβλία που κυκλοφορούν αναφέρουν
πολλές τεχνικές χαλάρωσης, από τις οποίες μπορούμε να διαλέξουμε όποια μας
ταιριάζει καλύτερα.
Η Περιοχή του
Λυκόφωτος: Το πιο σημαντικό πράγμα είναι να μπορέσουμε να διατηρήσουμε μια
λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εγρήγορση και στον ύπνο. Ξαπλώνουμε λοιπόν στο
κρεβάτι μας και χαλαρώνουμε. Μόλις νιώσουμε πως αρχίζουμε να αποκοιμόμαστε,
κρατάμε το νου μας συγκεντρωμένο (σ' ένα σύμβολο, εικόνα, λέξη κ.λπ.), έχοντας
κλειστά τα μάτια μας. Όταν θα μπορούμε να παραμείνουμε για πολύ χρόνο σ' αυτή
την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου χωρίς ν' αποκοιμηθούμε,
τότε θα έχουμε περάσει το πρώτο στάδιο. Αρκετές φορές πάντως θ' αποκοιμηθούμε,
αλλά αυτό δεν πρέπει να μας ενοχλήσει. Πρέπει να επιμείνουμε, μέχρι να καταφέρουμε
να παραμένουμε άνετα σε αυτή την κατάσταση.
Αν γινόμαστε νευρικοί με τη προσπάθεια μας να κρατηθούμε σε
αυτή την ενδιάμεση φάση, μπορούμε να διακόψουμε την άσκησή μας, να σηκωθούμε,
να βαδίσουμε για λίγο μέχρι να μας φύγει η νευρικότητα και μετά να ξαπλώσουμε
και να ξαναδοκιμάσουμε. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Απλά δεν είχαμε τη
κατάλληλη διάθεση.
Μόλις έχουμε επιτύχει αυτό το πρώτο στάδιο Α, δηλαδή να μπορούμε να παραμένουμε ήρεμα στην
ενδιάμεση κατάσταση για αρκετό χρόνο, κρατώντας το νου μας σε μια μόνο σκέψη,
είμαστε έτοιμοι για το επόμενο βήμα.
Το στάδιο Β είναι
παρόμοιο, αλλά τώρα δε χρησιμοποιούμε ούτε σκεπτόμαστε τίποτα. Παραμένουμε στην
ίδια κατάσταση μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου και κοιτάμε το σκοτάδι μπροστά στα
κλειστά μάτια μας. Μπορεί στην αρχή να έχουμε μερικές "νοητικές
εικόνες", αλλά αυτές δεν έχουν σημασία. Είναι συνήθως μορφές νευρικής
εκφόρτισης και σχετίζονται με τις παραστάσεις που είχαμε τις προηγούμενες οκτώ
με δέκα ώρες. Όσο πιο έντονη ήταν η συγκέντρωσή μας τότε, τόσο περισσότερος
χρόνος χρειάζεται για να εξαφανισθούν αυτές οι εντυπώσεις.
Θα έχουμε ξεπεράσει την
κατάσταση Β όταν θα μπορούμε να παραμένουμε άνετα σε αυτήν, για αρκετό
χρόνο μετά την εξάλειψη των προηγούμενων εντυπώσεων, κοιτώντας απλώς το σκοτάδι
μπροστά στα μάτια μας.
Το στάδιο Γ είναι
μια συστηματική εμβάθυνση της συνείδησής μας, ενώ βρισκόμαστε στη κατάσταση Β.
Εγκαταλείπουμε προσεκτικά το σταθερό κράτημά μας στην ενδιάμεση κατάσταση και
βυθιζόμαστε σιγά-σιγά σ' ένα βαθύτερο επίπεδο. Πρέπει να μάθουμε να
δημιουργούμε διάφορους βαθμούς εμβάθυνσης της συνείδησής μας
"βυθιζόμενοι" σ' ένα συγκεκριμένο επίπεδο κι επιστρέφοντας πάλι με τη
θέλησή μας. θ' αναγνωρίσουμε αυτούς τους βαθμούς εμβάθυνσης από την σταδιακή
εξαφάνιση των αισθήσεών μας. Η πρώτη που μας εγκαταλείπει είναι η αίσθηση της
αφής, αφού δεν αισθανόμαστε πια κανένα μέρος του σώματός μας. Σύντομα την ακολουθούν
η οσμή και η γεύση, μετά η ακοή και τέλος η όραση (αν και μερικές φορές οι δυο
τελευταίες εξαφανίζονται ανάποδα).
Το στάδιο Δ είναι η
επίτευξη του σταδίου Γ, όταν όμως είμαστε πλήρως αναπαυμένοι και
αναζωογονημένοι και όχι κουρασμένοι ή νυσταγμένοι, όπως στην αρχή της άσκησης.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό και δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται Το να μπούμε
στην κατάσταση χαλάρωσης με πλήρη εγρήγορση είναι ισοδύναμο με το να
εξασφαλίσουμε τη διατήρηση ενός συνειδητού
ελέγχου. Η καλύτερη στιγμή για την άσκηση του σταδίου Δ είναι αμέσως μετά
το ξύπνημα μας. Αρχίζουμε την άσκηση πριν κινηθούμε στο κρεβάτι μας, ενώ το
σώμα μας είναι ακόμα χαλαρωμένο από τον ύπνο και το μυαλό μας εντελώς ξύπνιο.
Καλό είναι να μην έχουμε πιει πολλά υγρά προτού κοιμηθούμε, για να μη νοιώσουμε
την ανάγκη να πάμε στη τουαλέτα μόλις ξυπνήσουμε.
Γενικά πρέπει να αποφεύγουμε τη χρήση βαρβιτουρικών,
υπνωτικών ή αλκοόλ, γιατί μπορεί αυτά να βοηθούν τη χαλάρωση, αλλά προκαλούν
ένα μεγαλύτερο βύθισμα με σημαντική απώλεια της συνείδησής μας.
2. Η Κατάσταση Των Κραδασμών: Είναι πολύ
σημαντικό να μπορέσουμε να επιτύχουμε την προηγουμένη κατάσταση. Μόλις το
κατορθώσουμε, θα έχουμε περάσει ένα άλλο βασικό εμπόδιο. Δεν ξέρουμε πώς
ακριβώς λειτουργεί αυτή η φάση. Μοιάζει με το γύρισμα ενός ηλεκτρικού διακόπτη,
χωρίς να ξέρουμε τι κάνει ο διακόπτης, από πού έρχεται ο ηλεκτρισμός ή πώς
ενεργεί αυτός πάνω στη λάμπα!
Πρώτα απ' όλα εξασφαλίζουμε ότι δε θα μας ενοχλήσει με
οποιοδήποτε τρόπο (επίσκεψη, τηλέφωνο κ.λπ.) κανείς. Δεν πρέπει να βάλουμε
χρονικό όριο στην άσκησή μας. Δεν υπάρχει άλλη δραστηριότητα που θα μπορούσαμε
να περάσουμε καλύτερα το χρόνο μας, ούτε πρέπει να υπάρχει κάτι που να μπορεί
να διακόψει την άσκησή μας.
Σκοτεινιάζουμε το δωμάτιο, έτσι ώστε να μη μπορούμε να δούμε
φως μέσα από τα βλέφαρά μας. Δε χρησιμοποιούμε όμως ένα τελείως σκοτεινό
δωμάτιο, γιατί δε θα έχουμε τότε κανένα οπτικό σημείο αναφοράς. Βγάζουμε
οποιαδήποτε κοσμήματα ή μεταλλικά αντικείμενα από το σώμα μας και ξαπλώνουμε σε
μια άνετη στάση, αλλά με το σώμα μας στη κατεύθυνση του μαγνητικού άξονα με το
κεφάλι μας στο μαγνητικό Βορρά. Ξεσφίγγουμε τα ρούχα που μπορεί να φοράμε και
βάζουμε ένα σκέπασμα από πάνω μας για να αισθανόμαστε λίγο πιο ζεστά απ' ό,τι
συνήθως. Βεβαιωνόμαστε ότι τα χέρια, τα πόδια και ο λαιμός μας χαλαρώνουν σε
μια στάση που δεν εμποδίζει τη κυκλοφορία του αίματός μας.
Χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε μέθοδο μας ταιριάζει καλύτερα,
φθάνουμε μέχρι το στάδιο Δ και παραμένουμε στο Βαθύτερο δυνατό
επίπεδο χαλάρωσης, χωρίς να εξασθενήσουμε τη συνείδησή μας. Όταν το έχουμε
εξασφαλίσει αυτό, επαναλαμβάνουμε νοητικά τη διαβεβαίωση ότι θα αντιληφθούμε
συνειδητά και θα θυμηθούμε όλα όσα θα μας συμβούν στη διάρκεια αυτής της
χαλάρωσης. Θα θυμηθούμε όμως πλήρως και με λεπτομέρειες μόνο όσα πράγματα είναι
ωφέλιμα για την ύπαρξή μας. Το επαναλαμβάνουμε αυτό πέντε φορές. Μετά αρχίζουμε
ν' αναπνέουμε μέσα από το μισάνοιχτο στόμα μας.
Η Δημιουργία των
Κραδασμών: Καθώς συνεχίζουμε ν' αναπνέουμε μέσα από το μισάνοιχτο στόμα
μας, συγκεντρωνόμαστε στο σκοτάδι με κλειστά τα μάτια. Κοιτάζουμε μέσα στο
σκοτάδι σε μια θέση τριάντα εκατοστών μακριά από το μέτωπο μας. Μετά
μετακινούμε το σημείο της συγκέντρωσής μας στα ενενήντα εκατοστά και ύστερα στα
εκατόν ογδόντα εκατοστά. Μένουμε για λίγο εκεί μέχρι να σταθεροποιηθεί το
σημείο και μετά το στρέφουμε κατά 90° προς τα πάνω, να «συναντήσει» μια γραμμή
παράλληλη προς το σώμα μας, χωρίς φυσικά να κινήσουμε το κεφάλι μας.
Προσπαθούμε να '’συλλάβουμε" τους κραδασμούς σε αυτή τη θέση. Πρόκειται
για δονήσεις οι οποίες γίνονται αισθητές στο σώμα μας και μάλιστα ο ρυθμός τους
αρχίζει να επιταχύνεται καθώς πλησιάζει η εξωσωμάτωση. Όταν τους
"βρούμε", τους έλκουμε νοητικά μέσα στο κεφάλι μας.
Επειδή η προηγούμενη περιγραφή μπορεί να προκαλέσει πολλά
ερωτήματα, ο Μονρόε δίνει και μια δεύτερη: Οραματιζόμαστε δυο γραμμές να
εκτείνονται προς τα έξω από τα κλειστά μάτια μας. Τις σκεπτόμαστε ότι
συγκλίνουν σε ένα σημείο τριάντα εκατοστά μακριά από το μέτωπό μας.
Οραματιζόμαστε μια αντίσταση ή πίεση στο σημείο συνάντησής τους, σα να
ενώνονται δυο ρευματοφόρα ηλεκτρικά σύρματα ή οι πόλοι ενός μαγνήτη. Μετά
επεκτείνουμε το σημείο τομής τους προς τα έξω στα ενενήντα περίπου εκατοστά, ή
στο μήκος του τεντωμένου χεριού μας. Λόγω της γωνιακής διαφοράς, η αίσθηση της
πίεσης τώρα αλλάζει. Προκαλείται μια «συμπίεση του χώρου» μεταξύ των δυο
συγκλινουσών γραμμών κι επομένως πρέπει ν' αυξηθεί η πίεση για να διατηρηθεί η
σύγκλισή τους. Αφού δημιουργήσουμε και διατηρήσουμε το μήκος των ενενήντα
εκατοστών, επεκτείνουμε μετά το σημείο τομής στα εκατόν ογδόντα εκατοστά μακριά
από το κεφάλι μας. Τώρα η γωνία θα είναι στις 30° (για να οραματιστούμε με
ακρίβεια τη γωνία των 30° μπορούμε, αν θέλουμε, να κατασκευάσουμε μία γωνία σε ένα χαρτί και μετά να την απομνημονεύσουμε).
Μόλις έχουμε μάθει να δημιουργούμε και να διατηρούμε τη
γωνία των 30° εξωτερικά (ή χονδρικά εκατόν ογδόντα εκατοστά μακριά μας),
κάμπτουμε το σημείο τομής κατά 90° (σαν ένα ‘’L") προς τα πάνω στην
κατεύθυνση του κεφαλιού μας, αλλά παράλληλα προς τον άξονα του σώματος μας.
Φτάνουμε νοητικά αυτό το σημείο τομής. Το νιώθουμε περισσότερο, μέχρι να
δεχτούμε μια "αντίδραση". Είναι σα να έρχεται βρυχώμενο και σφυρίζον
ένα διογκούμενο κύμα από πύρινους σπινθήρες μέσα στο κεφάλι μας. Από κει
απλώνεται σε ολόκληρο το σώμα μας, κάνοντάς το άκαμπτο και ακίνητο.
Μόλις μάθουμε τη διαδικασία δε θα χρειάζεται να περάσουμε
απ' όλα τα προηγούμενα στάδια, θα σκεπτόμαστε απλώς αυτούς τους κραδασμούς ενώ
είμαστε σε μια χαλαρή κατάσταση και αυτοί αμέσως θα εμφανίζονται θα έχουμε δημιουργήσει ένα εξαρτημένο ανακλαστικό,
ένα νευρικό μονοπάτι που θα μπορούμε ν' ακολουθήσουμε ξανά και ξανά. Μπορεί
να μην το πετύχουμε με τη πρώτη φορά, αλλά η πιθανότητα επιτυχίας μας αυξάνει
με κάθε επόμενη προσπάθειά μας. Μόλις πάντως το επιτύχουμε, δε θα
επαναλαμβάνεται πάντα με τη θέλησή μας. Επεμβαίνουν πολλές ακόμη μεταβλητές τις
οποίες θα πρέπει ν' απομονώσουμε και να αναγνωρίσουμε. Το φαινόμενο όμως θα
συμβαίνει αρκετά συχνά, ώστε να μπορούμε να το μελετήσουμε.
3. Έλεγχος των
Κραδασμών: Όταν έχουμε φτάσει στην κατάσταση των κραδασμών, μπορούμε να
ακολουθήσουμε πια ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό που βασικά αναζητάμε
είναι ο συνειδητός έλεγχος αυτής της κατάστασης. Για να τον επιτύχουμε πρέπει
ν' ακολουθήσουμε προσεκτικά και με την παρουσιαζόμενη σειρά τις ακόλουθες
διαδικασίες. Σημειώνουμε πάντως ότι η κατάσταση των κραδασμών δεν έχει καμιά
βλαβερή επίδραση στο νου ή στο φυσικό μας σώμα.
Εξοικείωση και
Προσαρμογή: Πρέπει να συνηθίσουμε αυτή την παράξενη κατάσταση. Δεν πρέπει
να φοβηθούμε όταν νιώσουμε αυτά τα ισχυρά κύματα να διαπερνούν χωρίς πόνο το
σώμα μας. Η καλύτερη μέθοδος είναι να μην κάνουμε τίποτα όταν μας συμβούν. Τα
παρατηρούμε απλώς μέχρι να εξαφανιστούν. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε πέντε λεπτά.
Μετά από αρκετά τέτοια πειράματα καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει κανένας φόβος
και ότι δεν "ηλεκτρολύεται" το σώμα μας. Προσπαθούμε να μη
διασπάσουμε με τον πανικό μας την "παραλυτική" αυτή κατάσταση.
Μπορούμε αν θέλουμε να το κάνουμε, αν ανασηκωθούμε π.χ. με μεγάλη δύναμη, αλλά
θ' απογοητευθούμε με τον εαυτό μας που το κάναμε. Έτσι κι αλλιώς αυτό ακριβώς
προσπαθούσαμε να επιτύχουμε.
Χειρισμός και
Διαμόρφωση των Κραδασμών: Μόλις έχουμε ξεπεράσει το φόβο μας, είμαστε
έτοιμοι για μερικά βήματα ελέγχου. Στην αρχή ‘’κατευθύνουμε’’ νοητικά αυτούς
τους κραδασμούς, ή τους εξαναγκάζουμε, να μπουν όλοι μέσα στο κεφάλι μας. Μετά
τους σπρώχνουμε προς τα κάτω μέχρι τα δάκτυλα των ποδιών μας και μετά πάλι πίσω
στο κεφάλι μας. Τους κάνουμε ν' απλώνονται ρυθμικά σαν ένα κύμα πάνω στο σώμα
μας, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια μας και μετά πάλι πίσω.
Αφού δώσουμε μια αρχική ώθηση σε αυτό το κύμα, το αφήνουμε
μετά να προχωρήσει από μόνο του μέχρι να εξασθενίσει θα χρειαστούν δέκα περίπου
δευτερόλεπτα, πέντε κάτω και πέντε πάνω, για να κάνει έναν πλήρη κύκλο από το
κεφάλι μέχρι τα δάκτυλα των ποδιών μας και μετά πάλι πίσω. Εξασκούμαστε σε αυτό,
μέχρι το κύμα των κραδασμών ν’ αρχίζει αμέσως με τη νοητική μας εντολή και να
κινείται μετά σταθερά μέχρι να εξασθενίσει.
Μέχρι τώρα έχουμε παρατηρήσει μερικές φορές "την
τραχύτητα" αυτών των κραδασμών, σαν το σώμα μας να σείεται δυνατά μέχρι το
μοριακό ή το ατομικό του επίπεδο. Αυτό είναι κάπως άβολο και θα νιώσουμε την
επιθυμία να τους "εξομαλύνουμε". Μπορούμε να το κάνουμε αυτό
αυξάνοντας νοητικά τη συχνότητά τους. Ο αρχικός ρυθμός τους φαίνεται να είναι
της τάξης των 28 περίπου κύκλων το δευτερόλεπτο (αυτή είναι η συχνότητα των
ίδιων των κραδασμών και όχι η συχνότητα της κυκλοφορίας τους από το κεφάλι
μέχρι τα πόδια μας). Στην αρχή η αύξηση της συχνότητάς τους είναι μικρή, αλλά
γρήγορα θα νιώσουμε ότι έχουν εξομαλυνθεί και δεν μας ενοχλούν πια.
Είναι πολύ σημαντικό να αυξήσουμε τη συχνότητα των
κραδασμών, γιατί αυτή αυξημένη συχνότητα είναι η μορφή τους που επιτρέπει τον
αποχωρισμό από το φυσικό μας σώμα. Μόλις έχουμε θέσει την αρχική τους ώθηση, η
επιτάχυνση τους συνεχίζεται από μόνη της. Τελικά μπορεί να τους αισθανθούμε
μόνο τη στιγμή που αρχίζουν. Οι κραδασμοί αυξάνουν μετά τη συχνότητά τους οι
ίδιοι, μέχρις ότου δεν τους αντιλαμβανόμαστε πια. Σε αυτή τη φάση αισθανόμαστε
μια ζεστασιά κι ένα ελαφρό μυρμήγκιασμα στο σώμα μας.
Όταν έχουμε επιτύχει με συνέπεια αυτό το στάδιο, είμαστε
έτοιμοι για τα πρώτα πειράματα αποχωρισμού από το φυσικό μας σώμα. Πρέπει
πάντως να ξέρουμε ότι πέρα απ' αυτό το σημείο, δεν υπάρχει επιστροφή, θα
υποχρεωθούμε ν' αποδεχτούμε την πραγματικότητα αυτής της άλλης ύπαρξης. Το πώς
θα επηρεάσει αυτή, την προσωπικότητά μας, την καθημερινή μας ζωή, το μέλλον και
τις πεποιθήσεις μας εξαρτάται απολύτως από μας. Διότι μόλις έχουμε
"ανοιχθεί" σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, δεν θα μπορούμε να τη
σταματήσουμε εντελώς, όσο και αν προσπαθήσουμε. Μπορεί να την ξεχάσουμε για
λίγο λόγω των έντονων καθημερινών ενασχολήσεων ή και προβλημάτων μας, αλλά θα
μας ξαναπαρουσιαστεί. Δεν μπορούμε να είμαστε πάντα σ’ επιφυλακή εναντίον της.
Μόλις αρχίζουμε να κοιμόμαστε ή να ξυπνάμε ή όταν απλά χαλαρώνουμε, μπορεί να
φανερωθεί ξαφνικά απρόσκλητο το κύμα των κραδασμών.
4. Η διαδικασία
αποχωρισμού: Στην κατάσταση των κραδασμών πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν
πιο κοντά στη κατάσταση της "καμιάς σκέψης" (κενότητα) ή της
"μίας σκέψης" (συγκέντρωση). Αν δεν είμαστε προσεκτικοί, οι
ανεξέλεγκτες σκέψεις μας μπορούν να μας
οδηγήσουν σε ανεξήγητα ταξίδια, σε μέρη και ανθρώπους που δεν ξέρουμε.
Η πρώτη τώρα άσκηση αποχωρισμού από το φυσικό μας σώμα
πρέπει να περιοριστεί σε χρόνο και σε δράση. Πρέπει στην αρχή να εξοικειωθούμε
με το καινούργιο περιβάλλον μας και ν' αποκτήσουμε μια αίσθηση προσανατολισμού,
ώστε να μη φοβόμαστε ή ανησυχούμε όταν βγαίνουμε από το σώμα μας.
Όχι στις ακρότητες:
Η επόμενη άσκηση θα μας βοηθήσει να εξοικειωθούμε με την αίσθηση του
"δεύτερου" (ή αστρικού) μας "σώματος", χωρίς να χρειαστεί
να βγούμε πλήρως από το φυσικό μας σώμα. Η άσκηση αυτή είναι πολύ σημαντική,
γιατί θα μας δώσει τη πρώτη επιβεβαίωση για την πραγματικότητα του αστρικού
σώματος.
Στην κατάσταση των αυξημένων κραδασμών, απλώνουμε λοιπόν
νοητικά το δεξί ή το αριστερό χέρι μας, χωρίς να κουνήσουμε το φυσικό χέρι μας,
προς τα πλάγια προσπαθώντας να πιάσουμε οποιοδήποτε αντικείμενο θυμόμαστε ότι
είναι μακρύτερα από την έκτασή του. Μπορούμε επίσης ν' απλώσουμε το χέρι μας
χωρίς να έχουμε κανένα ιδιαίτερο αντικείμενο στο νου μας, που μπορεί να μας
προϊδέαζε για το τι επρόκειτο να "αισθανθούμε" όταν το πιάναμε.
Εάν απλώσουμε με αυτό τον τρόπο το χέρι μας και δε νιώσουμε
τίποτα, τότε το απλώνουμε λίγο μακρύτερα. Συνεχίζουμε να το σπρώχνουμε απαλά,
σα να το τεντώναμε, μέχρι να συναντήσει κάποιο υλικό αντικείμενο. Αν έχουμε
προκαλέσει κανονικά τους κραδασμούς, τότε το χέρι μας κάποια στιγμή θα
αισθανθεί ή θα αγγίξει κάτι. Όταν συμβεί αυτό, εξετάζουμε με την «αφή» μας το
αντικείμενο, προσέχοντας τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες του, που θα μπορούσαμε
αργότερα ν' αναγνωρίσουμε. Σε αυτό το σημείο τίποτα δε θα φαίνεται ασυνήθιστο. Οι αισθήσεις μας θα μας πουν ότι αγγίζουμε
το αντικείμενο με το φυσικό μας χέρι.
Αφού εξοικειωθούμε με το αντικείμενο, τεντώνουμε το χέρι μας
περισσότερο, σπρώχνοντας/ωθώντας το με τις άκρες των δακτύλων μας. Στην αρχή θα
αισθανθούμε μια αντίσταση. Σπρώχνουμε τότε λίγο δυνατότερα και ξεπερνάμε απαλά
αυτή την αντίσταση, θα αισθανθούμε τότε το χέρι μας να περνά μέσα από το
αντικείμενο. Συνεχίζουμε να σπρώχνουμε μέχρι το χέρι μας να περάσει τελείως απ'
αυτό και να συναντήσει κάποιο άλλο υλικό αντικείμενο. Εξετάζουμε με την αφή μας
και το δεύτερο αυτό αντικείμενο. Μετά τραβάμε προσεκτικά το χέρι μας προς τα
πίσω, μέσα από το πρώτο αντικείμενο και σιγά-σιγά στη κανονική του θέση, μέχρι
να το νιώσουμε ότι βρίσκεται στο "σωστό" του μέρος.
Μετά απ' αυτό ελαττώνουμε τους κραδασμούς. Ο καλύτερος
τρόπος για να το κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να κινήσουμε σιγά-σιγά το
φυσικό μας σώμα. Σκεφτόμαστε το φυσικό μας σώμα και ανοίγουμε τα φυσικά μάτια
μας. Επαναφέρουμε επίσης με τη θέλησή μας τις φυσικές μας αισθήσεις.
Μόλις εξαλειφθούν τελείως οι κραδασμοί, καθόμαστε για μερικά
λεπτά εκεί που είμαστε και μετά σηκωνόμαστε. Βρίσκουμε το αντικείμενο που
"αισθανθήκαμε", εντοπίζοντας το σε σχέση με τη θέση τού εκτεταμένου
χεριού μας, όταν ήμασταν ξαπλωμένοι. Μετά προχωρούσε στο δεύτερο αντικείμενο.
Παρατηρούμε τις λεπτομέρειες και των δυο αντικειμένων, επισημαίνοντας αυτές που
δε θα μπορούσαμε να είχαμε διακρίνει από απόσταση. Συγκρίνουμε τη φυσική τους
αίσθηση με αυτό που αισθανθήκαμε κάτω από την επίδραση των κραδασμών.
Εξετάζουμε αν γνωρίζαμε την παρουσία ή τη θέση του δεύτερου αντικειμένου πριν
το πείραμα. Ελέγχουμε επίσης τη γραμμή κατεύθυνσης από τη θέση που βρισκόταν το
φυσικό χέρι μας μέχρι το πρώτο και μετά μέχρι το δεύτερο αντικείμενο. Σχηματίζουν
ευθεία γραμμή;
Ελέγχουμε τ’ αποτελέσματά μας. Ήταν το πρώτο αντικείμενο σε
μια απόσταση που θα ήταν αδύνατο να το φθάσουμε χωρίς να κινήσουμε το φυσικό
μας σώμα; Μήπως οι λεπτομέρειες του αντικειμένου, ιδιαίτερα οι
μικρολεπτομέρειές του, συμπίπτουν με τις παρατηρήσεις που κάναμε; Κάνουμε τον
ίδιο έλεγχο και με το δεύτερο αντικείμενο.
Αν οι απαντήσεις μας είναι επιβεβαιωτικές, τότε είχαμε την
πρώτη μας επιτυχία. Αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα γεγονότα, θα προσπαθήσουμε
ξανά μια άλλη φορά. Αν έχουμε προκαλέσει πάντως τη κατάσταση των κραδασμών, η
άσκηση θα έχει σίγουρα αποτελέσματα.
Μπορούμε ακόμα, να κάνουμε την παρακάτω άσκηση. Αφού
προκαλέσουμε τους κραδασμούς και είμαστε ξαπλωμένοι ανάσκελα με τα χέρια στο
πλάι ή πάνω στο στήθος, σηκώνουμε απαλά τα «αστρικά χέρια» μας χωρίς να τα κοιτάμε
και αγγίζουμε μαζί τα δάχτυλά μας. Το κάνουμε αυτό αρκετά τυχαία, αφηρημένα,
και παρατηρούμε τι αισθανόμαστε. Μόλις έχουμε θηλυκώσει τα χέρια μας πάνω από
το στήθος μας, τα κοιτάμε με κλειστά τα μάτια. Αν έχουμε προχωρήσει σωστά, θα
δούμε τότε και τα φυσικά και τα αστρικά μας χέρια. Τα φυσικά χέρια μας θα
αναπαύονται στο πλάι μας ή πάνω στο στήθος μας. Οι αισθητικές όμως εντυπώσεις που θα έχουμε θα είναι με τα αστρικά μας
χέρια, πάνω από το φυσικό σώμα μας. θα πρέπει να ελέγξουμε αυτό το
φαινόμενο όσες φορές θέλουμε. Πρέπει να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι δεν
κινούμε τα φυσικά μας χέρια, αλλά κάτι άλλο. Το κάνουμε αυτό με οποιοδήποτε
τρόπο μπορεί να μας βεβαιώσει πλήρως γι' αυτή την πραγματικότητα.
Είναι σημαντικό να επιστρέφουμε πάντα τα αστρικά χέρια μας
στην αρχική τους θέση, σε πλήρη ένωση με τα φυσικά μας χέρια, πριν
"εξασθενίσουμε" τους κραδασμούς. Παρ' όλο που μπορεί να μη συμβεί
τίποτα το σοβαρό αν δεν το κάνουμε, δεν είναι καλό να το ανακαλύψουμε σε αυτά
τα πρώτα στάδια.
5. Η τεχνική: Η
απλούστερη μέθοδος για ν' αποχωριστούμε από το φυσικό σώμα μας είναι η
διαδικασία της "ανύψωσης". Ο σκοπός μας εδώ δεν είναι να ταξιδεύσουμε
σε μακρινά μέρη, αλλά να εξοικειωθούμε με την αίσθηση του αποχωρισμού στο
γνώριμο περιβάλλον του δωματίου μας. Για να βοηθηθούμε στον προσανατολισμό μας,
είναι καλύτερο αυτές οι πρώτες ασκήσεις του πλήρους αποχωρισμού μας να γίνουν
στη διάρκεια της ημέρας. Ελέγχουμε την ποσότητα του φωτός στο δωμάτιο μας
ανάλογα με τις ανάγκες μας. Αποφεύγουμε, πάντως, τη χρήση ηλεκτρικού φωτός.
Ερχόμαστε τώρα στην κατάσταση των κραδασμών κι ελέγχουμε
πλήρως τις σκέψεις μας. Πρόκειται να παραμείνουμε στα όρια του γνωστού δωματίου
μας. Σκεπτόμαστε ότι γινόμαστε ελαφρύτεροι, ότι ανεβαίνουμε προς τα πάνω και το
πόσο όμορφο είναι να αιωρηθούμε ψηλά από το σώμα μας. Πριν ακόμα ανυψωθούμε,
ανταποκρινόμαστε θετικά σε αυτό. Αν συνεχίσουμε να έχουμε μόνο αυτές τις
σκέψεις, θ' αποχωριστούμε ήρεμα από το φυσικό σώμα μας και θα ανυψωθούμε απαλά
προς τα πάνω. Μπορεί πάντως να μην τα καταφέρουμε με την πρώτη ή τη δεύτερη
φορά. Αλλά εφόσον έχουμε κάνει τις προηγούμενες ασκήσεις, σίγουρα θα τα
καταφέρουμε.
Μια δεύτερη μέθοδος είναι η τεχνική της περιστροφής, σα να
γυρίζαμε μπρούμυτα απαλά στο κρεβάτι μας για να νιώσουμε πιο άνετα. Δεν πρέπει
όμως να κάνουμε καμιά προσπάθεια με τα χέρια ή τα πόδια για να βοηθήσουμε τον
εαυτό μας να περιστραφεί. Σκεπτόμαστε απλά την όλη διαδικασία. Αρχίζουμε να
περιστρεφόμαστε με την φαντασία μας, στρέφοντας στην αρχή το πάνω μέρος του
σώματός μας, το κεφάλι και τους ώμους μας. Κινούμαστε σιγά - σιγά, εξασκώντας
μια απαλή αλλά σταθερή πίεση. Είναι σημαντικό να περιστραφούμε αργά, για να μη
χάσουμε τον προσανατολισμό μας.
Η ευκολία με την οποία περιστρεφόμαστε χωρίς τριβή ή αίσθηση
βάρους, μας πληροφορεί ότι έχει αρχίσει ο αποχωρισμός μας. Στρεφόμαστε
σιγά-σιγά μέχρι να νιώσουμε ότι έχουμε περιστραφεί κατά 180° (ερχόμενοι δηλαδή
πρόσωπο με πρόσωπο με το φυσικό μας σώμα).
Μόλις φθάσουμε στις 180° σταματάμε με τη σκέψη μας την
περιστροφή. Σκεφτόμαστε τότε ότι ανυψωνόμαστε, απομακρυνόμενοι με τη πλάτη μας
από το φυσικό μας σώμα. Αν έχουμε επιτύχει την κατάσταση των κραδασμών, και
αυτή η μέθοδος θα έχει σίγουρα αποτελέσματα.
Η πρώτη από τις δυο αυτές τεχνικές αποχωρισμού πρέπει να
αποπειραθεί πριν τη δεύτερη. Στη συνέχεια αφού εξετάσουμε και ελέγξουμε και τις
δυό, μπορούμε να χρησιμοποιούμε όποια νομίζουμε ότι είναι η πιο εύκολη για μας.
6. Επιτόπια πειράματα
και εξοικείωση
Μόλις έχουμε επιτύχει τον αποχωρισμό από το φυσικό μας σώμα,
είναι πολύ σημαντικό να διατηρήσουμε τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Ο μόνος
τρόπος για να το κάνουμε αυτό είναι να παραμείνουμε στα αρχικά στάδια κοντά στο
σώμα μας. Ό,τι και να αισθανόμαστε, μένουμε κοντά του. Δεν το κάνουμε γιατί
υπάρχει κάποιος κίνδυνος, αλλά για να εξοικειωθούμε σιγά- σιγά και να
καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Τα ανεξέλεγκτα ταξίδια σε αυτό το στάδιο
μπορούν να μας δημιουργήσουν απρόβλεπτες καταστάσεις που θα μας αναγκάσουν να
ξαναμάθουμε από την αρχή πολλά απ' όσα έχουμε ήδη μάθει.
Σε αυτό το σημείο η βασική άσκησή μας είναι να επιστρέφουμε
στο φυσικό μας σώμα. Διατηρούμε μια απόσταση ενενήντα, το πολύ, εκατοστών πάνω
απ' αυτό. Δεν κάνουμε καμιά προσπάθεια να κινηθούμε πλευρικά ή περισσότερο
"προς τα πάνω".
Πώς ξέρουμε πόσο μακριά είμαστε; Είναι και αυτό κάτι που
απλά το αισθανόμαστε. Η όρασή μας είναι τώρα μηδενική. Έχουμε υποχρεώσει τον
εαυτό μας να μην ανοίξει τα "μάτια" και τα κρατάμε προς το παρόν
κλειστά. Μένουμε κοντά στο φυσικό μας σώμα. Έχοντας αυτό στο νου μας θα κρατηθούμε
στη κατάλληλη απόσταση.
Στις επόμενες τρεις ή τέσσερεις ασκήσεις, δεν κάνουμε τίποτα
άλλο από το να ασκούμαστε να βγαίνουμε "έξω" και να επιστρέφουμε πάλι
στο φυσικό μας σώμα. Για να επιστρέψουμε, σκεπτόμαστε απλώς τον εαυτό μας πίσω
στο φυσικό μας σώμα και θα επιστρέφουμε. Αν έχουμε χρησιμοποιήσει την πρώτη
μέθοδο αποχωρισμού, η επιστροφή μας είναι σχετικά απλή. Όταν θα είμαστε σε
πλήρη ευθυγράμμιση με το σώμα μας, μπορούμε να κινήσουμε οποιοδήποτε μέλος του
και να επανεργοποιήσουμε τις αισθήσεις μας.
Κάθε φορά που επιστρέφουμε, ανοίγουμε τα φυσικά μας μάτια
και ανασηκωνόμαστε, ώστε να ξέρουμε ότι είμαστε πάλι "πλήρεις". Αυτό
γίνεται για να εξασφαλίσουμε τον προσανατολισμό μας, ν' αποκτήσουμε εμπιστοσύνη
ότι μπορούμε να επιστρέφουμε με τη θέλησή μας, και το πιο σπουδαίο, για να
βεβαιώσουμε τον εαυτό μας για τη συνεχιζόμενη επαφή μας με τον υλικό κόσμο στον
οποίο τώρα ανήκουμε. Ό,τι και να πιστεύουμε, αυτή η καθησύχασή μας, είναι πολύ
απαραίτητη.
Αν έχουμε εφαρμόσει τη μέθοδο της περιστροφής, κινούμαστε
αργά προς το φυσικό μας σώμα και όταν αισθανθούμε ότι έχουμε πλήρη επαφή με
αυτό, αρχίζουμε την περιστροφή μας για να ενωθούμε ξανά μαζί του. Δεν έχει
σημασία αν συμπληρώσουμε τον κύκλο της περιστροφής στις 360° ή αν τον
αντιστρέψουμε και επιστρέψουμε με μια αντίθετη περιστροφή από την προηγούμενη
με την οποία αποχωριστήκαμε από το φυσικό μας σώμα.
Και στις δυο τεχνικές, όταν είμαστε σε πλήρη σύνδεση με το
φυσικό μας σώμα αισθανόμαστε ένα ελαφρύ τίναγμα σαν ένα "κλικ". Είναι
δύσκολο να περιγραφεί αυτή η αίσθηση, αλλά θα την αναγνωρίσουμε. Μετά την
επιστροφή μας περιμένουμε πάντα λίγα λεπτά πριν ανασηκωθούμε, κυρίως για να
αποφύγουμε οποιαδήποτε ανησυχία μας. Δίνουμε στον εαυτό μας κάποιο χρόνο για να
ξαναπροσαρμοστούμε στο φυσικό μας περιβάλλον. Με το ανασήκωμά μας το
επιτυγχάνουμε άμεσα.
Θα έχουμε τελειώσει αυτό τον κύκλο όταν μπορούμε να
αποχωριζόμαστε, να επιστρέφουμε στο φυσικό μας σώμα, ν' ανασηκωνόμαστε και να
σημειώνουμε το χρόνο που πέρασε, να ξαναποχωριζόμαστε και να επιστρέφουμε για
δεύτερη φορά στο φυσικό μας σώμα, χωρίς καμιά απώλεια στη συνέχεια της
συνείδησής μας. Θα μας βοηθήσει σε αυτό η σημείωση του χρόνου που πέρασε μετά
από κάθε αποχωρισμό μας.
Πιο μακριά
Το επόμενο βήμα στην εξοικείωσή μας είναι να αποχωριστούμε
με τον ίδιο τρόπο από το φυσικό μας σώμα, σε μια μεγαλύτερη τώρα απόσταση.
Οποιαδήποτε απόσταση μέχρι τρία μέτρα θα είναι καλή. Έχουμε πάντα το νου μας
εστιασμένο σε ένα και μόνο σκοπό, χωρίς περιπλανώμενες σκέψεις, ιδιαίτερα σε
αυτές τις πιο εκτεταμένες ασκήσεις μας.
Αφού έχουμε εξοικειωθεί με την αίσθηση του να έχουμε
"αποχωριστεί" περισσότερο από το σώμα μας, λέμε νοητικά στον εαυτό
μας ότι μπορούμε να δούμε. Δε σκεφτόμαστε την πράξη του ν' ανοίξουμε τα μάτια
μας, γιατί αυτό μπορεί να μας μεταφέρει πίσω στο φυσικό μας σώμα και να
ελαττώσει τη συχνότητα των κραδασμών.
Σκεπτόμαστε απλώς ότι βλέπουμε, ότι μπορούμε να δούμε, και θα δούμε. Δεν
υπάρχει καμιά αίσθηση ανοίγματος των ματιών μας. Απλά η μαυρίλα μπροστά από τα
μάτια μας ξαφνικά εξαφανίζεται. Στην αρχή η όραση μας μπορεί να είναι αμυδρή
και συγκεχυμένη - όπως στο ημίφως - ή μυωπική. Στη συνέχεια όμως θα γίνει πιο
οξεία.
Αν έχουμε εφαρμόσει σωστά τις προηγούμενες ασκήσεις, δε θα
ανησυχήσουμε από τη θέα του φυσικού μας σώματος που Βρίσκεται ξαπλωμένο από
κάτω μας! Αφού ικανοποιηθούμε ότι είμαστε "εμείς" εκεί κάτω
ξαπλωμένοι, εξετάζουμε οπτικά το δωμάτιο από την προοπτική της θέσης μας. Μετά
κινούμαστε νοητικά σιγά-σιγά προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Κινούμε τα
χέρια και τα πόδια μας για να βεβαιωθούμε για την κινητικότητα μας. Γυρίζουμε
τριγύρω μένοντας όμως πάντα μέσα στη καθορισμένη απόσταση από το φυσικό μας
σώμα.
Σε αυτό το στάδιο μπορεί να νιώσουμε διάφορες πολύ ισχυρές επιθυμίες,
που αποτελούν και το μεγαλύτερο πρόβλημά μας τώρα. Αυτές εμφανίζονται απρόσμενα
και απρόσκλητα και μπορούν να μας βγάλουν εύκολα από τη λογική μας θέση. Το
σημαντικό είναι να μην τις θεωρήσουμε σαν κακές ή λαθεμένες, αλλά να μάθουμε
πώς να τις αντιμετωπίζουμε. Δεν πρέπει ν' αρνηθούμε την ύπαρξή τους, αλλά να
τις αναγνωρίσουμε σαν ένα βαθύ και ακέραιο μέρος του εαυτού μας, που δεν
μπορούμε να διώξουμε με τη σκέψη μας. Μέχρι να το κάνουμε αυτό, θα είμαστε
ανίκανοι να τις ελέγξουμε. Οι επιθυμίες αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν την
ανάγκη μας να ξεφαντώσουμε και να οργιάσουμε στο καινούργιο μας περιβάλλον, μια
πολύ έντονη σεξουαλικότητα αισθησιακής φύσης, μια ανάγκη για θρησκευτική
έκσταση κ.α.
Παρ' όλο που δεν είναι τόσο εύκολο, θα πρέπει να προσπαθήσουμε
να κυριαρχήσουμε με τη λογική μας και να μην παρασυρθούμε απ' αυτές τις
επιθυμίες μας. Δεν μπορούμε να τις εξαφανίσουμε, αλλά μπορούμε να τις βάζουμε
προς στιγμή κατά μέρος. Τους υποσχόμαστε ότι θα τις ικανοποιήσουμε στο μέλλον
κι έτσι δε θα μας προβάλλουν αντίσταση. Έτσι κι αλλιώς, χρόνια τώρα έχουν
συνηθίσει στην αναβολή της ικανοποίησής τους...
Όταν θα έχουμε ελέγξει λογικά αυτά τα... άλλα μέρη του
εαυτού μας, και θα το έχουμε αποδείξει αυτό πρακτικά πέντε μ' επτά φορές (ενώ
είμαστε στο ίδιο δωμάτιο και κοντά στο σώμα μας), θα είμαστε έτοιμοι για πιο
μακρινά και ειδικά ταξίδια. Υποτίθεται βέβαια ότι με όλα τα προηγούμενα που
έχουμε κάνει μέχρι τώρα έχουμε ξεπεράσει τους περισσότερους φόβους μας. Αν δεν
το έχουμε κάνει, τότε καλύτερα να επαναλάβουμε τις ασκήσεις που προκαλούν φόβο,
μέχρι να τους ξεπεράσουμε.
7. Μια σίγουρη
μέθοδος επιστροφής: Όπως έχουμε ήδη
πει, ο φόβος ότι μπορεί να μη μπορέσουμε να επανέλθουμε στο φυσικό μας σώμα,
αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο για τον αποχωρισμό μας απ' αυτό. Πρώτα απ' όλα
δεν πρέπει να μας πιάσει πανικός. Πρέπει να κυριαρχήσει η λογική μας. Ο τρόμος
μάς δυσκολεύει απλώς την κατάσταση. Όπου και να είμαστε, μπορούμε να σκεφτούμε
απλώς το φυσικό μας σώμα και ν' αρχίσουμε να κινούμε νοητικά κάποιο μέρος του,
για παράδειγμα ένα δάκτυλο του χεριού ή του ποδιού μας. Μπορούμε να πάρουμε
εσκεμμένα μια βαθιά αναπνοή, να επανεργοποιήσουμε μιά ή όλες τις αισθήσεις μας,
να κινήσουμε το σαγόνι μας, να καταπιούμε ή να κινήσουμε τη γλώσσα μας.
Οποιαδήποτε κίνηση ή χρησιμοποίηση της ενέργειας του φυσικού μας σώματος μπορεί
να μας κάνει να επιστρέψουμε γρήγορα σ' αυτό.
Όταν εφαρμόζουμε αυτή την τεχνική η επιστροφή μας είναι
άμεση. Η «επανολοκλήρωσή» μας φαίνεται να είναι τότε στιγμιαία. Αυτή όμως η
μέθοδος άμεσης επιστροφής εξαφανίζει κάθε δυνατότητα επιλογής από μέρους μας.
Μόλις τεθεί σε δράση, δεν μπορούμε να τη σταματήσουμε, θα γυρίσουμε γρήγορα στο
φυσικό μας σώμα, χωρίς να μπορούμε να γνωρίσουμε τι συμβαίνει και πώς συμβαίνει.
Καλύτερα λοιπόν να τη θεωρήσουμε σα μια μέθοδο επείγουσας ανάγκης και όχι σαν
ένα απαραίτητο βήμα στη μεθοδολογία μας.
Στις συνηθισμένες συνθήκες θα πρέπει να σκεφτόμαστε ή να
αισθανόμαστε την κατεύθυνση του φυσικού μας σώματος. Χωρίς λοιπόν μεγάλη
βιασύνη και με έναν ήρεμο και εκούσιο
τρόπο αρχίζουμε να επιστρέφουμε σε αυτό.
Πώς κινούμαστε
Είμαστε τώρα έτοιμοι
για το σπουδαιότερο απ' όλα τα βήματα, "να πάμε" δηλαδή σε ένα
μακρινό σημείο και να επιστρέψουμε. Δεν είναι συνετό να προσπαθήσουμε να
κάνουμε αυτή την άσκηση, προτού ολοκληρώσουμε με άνεση όλες τις προηγούμενες
ασκήσεις. Είναι πολύ σημαντικό να ακολουθήσουμε μια πλήρη και ολοκληρωμένη
διαδικασία.
Πρώτα απ' όλα
σκεφτόμαστε το "σημείο που θέλουμε να πάμε". Ο κανόνας είναι να
διαλέξουμε να "πάμε" σε ένα άτομο και όχι σε κάποιο μέρος. Μπορεί να
καταφέρουμε και το τελευταίο, αν έχουμε μια βαθιά συναισθηματική προσκόλληση,
αλλά τα πειράματα που έκανε ο Μονρόε προς αυτή την κατεύθυνση είχαν ελάχιστη
επιτυχία. Αυτό βέβαια μπορεί να οφείλετο στην ιδιαίτερη δική του προσωπικότητα
και μπορεί κάποιος άλλος να τα καταφέρνει καλύτερα.
Διαλέγουμε από την αρχή ένα άτομο (φυσικά εν ζωή) που
θέλουμε να επισκεφθούμε. Προτιμούμε κάποιον που να τον ξέρουμε καλά. Δε θα
πρέπει να τον πληροφορήσουμε για την άσκησή μας γιατί μπορεί να τον
προϊδεάσουμε. Μπαίνουμε στην κατάσταση χαλάρωσης και στη κατάσταση των
κραδασμών και στη συνέχεια απομακρυνόμαστε σε μια κοντινή απόσταση 1,5 με 2
μέτρα από το φυσικό μας σώμα. Με την όρασή μας ακόμα αδρανή σκεφτόμαστε
προσεκτικά το άτομο που πρόκειται να επισκεφθούμε. Δε σκεφτόμαστε μόνο το
όνομα, αλλά την προσωπικότητα και το χαρακτήρα αυτού του ατόμου. Δεν
προσπαθούμε να οραματιστούμε τη φυσική του μορφή, γιατί αυτό που θα μας ελκύσει
είναι οι εσωτερικές του ιδιότητες και όχι τόσο τα φυσικά του χαρακτηριστικά.
Καθώς σκεφτόμαστε
αυτό το άτομο, κάνουμε σιγά-σιγά μια στροφή 360°. Ενώ στρεφόμαστε, θα "νιώσουμε"
κάπου τη σωστή κατεύθυνση. Είναι μια διαίσθηση, μια βεβαιότητα που μας
προσελκύει σαν ένας απαλός μαγνήτης. Μπορούμε αν θέλουμε να βεβαιωθούμε γι'
αυτή την κατεύθυνση. Προσπερνάμε καθώς στρεφόμαστε αυτό το σημείο και
ξαναεπιστρέφουμε. θα το νιώσουμε και πάλι πολύ δυνατά. Σταματάμε τότε,
αντικρίζοντας αυτή την κατεύθυνση. Σκεφτόμαστε ότι βλέπουμε και αρχίζουμε
αμέσως να βλέπουμε.
Για να κινηθούμε προς
τον προορισμό μας, χρησιμοποιούμε τη μέθοδο του "τεντώματος" των
χεριών που κάναμε στην πρώτη μας άσκηση. Η ευκολότερη μέθοδος είναι να βάλουμε
τα αστρικά μας χέρια πάνω από το κεφάλι - σαν βουτηχτές - σκεφτόμενοι το άτομο
που θέλουμε να επισκεφτούμε και "τεντώνοντας" το σώμα μας προς αυτή
την κατεύθυνση. Μπορούμε να κινούμαστε γρήγορα ή αργά, ανάλογα με την
προσπάθεια που βάζουμε σε αυτό το "τέντωμά" μας. Όσο περισσότερο
"τεντωνόμαστε" τόσο γρηγορότερα πηγαίνουμε. Όταν φτάσουμε στο
προορισμό μας, χωρίς να το αντιληφθούμε θα σταματήσουμε να
"τεντωνόμαστε".
Για να επιστρέψουμε
χρησιμοποιούμε μια ανάλογη μέθοδο. Σκεπτόμαστε το φυσικό μας σώμα, τεντωνόμαστε
κι επιστρέφουμε γρήγορα. Συνήθως δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από αυτό ■ (Αναδημοσίευση από το περιοδικό Τρίτο Μάτι)
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η μέθοδος ή οποία παρατίθεται, είναι χωρίς σχόλια
ακριβώς όπως την περιγράφει ο ίδιος ο Μονρόε, ο οποίος μάλιστα τονίζει την
ανάγκη παρατεταμένης προετοιμασίας και έγκυρης καθοδήγησης, ως προϋποθέσεις για
την ασφαλή εφαρμογή της.
Κατά συνέπεια το ΤΜ δεν φέρει καμία ευθύνη και δεν συνιστά
στους αναγνώστες του να αποπειραθούν οποιαδήποτε προσπάθεια εξωσωμάτωσης.
Ποιός ήταν ο Ρόμπερτ
Μονρόε: Ο Ρόμπερτ Μονρόε, κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση σαν ένας
πρωτοπόρος, οραματιστής και εξερευνητής της ανθρώπινης συνείδησης. Πέρα από τις
εκτενείς του έρευνες και εμπειρίες πάνω στο φαινόμενο των "εξωσωματικών ταξιδιών", μια
πρωτοποριακή του έρευνα που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 οδήγησε στην
ανακάλυψη ότι συγκεκριμένα ακουστικά ερεθίσματα παράγουν αναγνωρίσιμα,
ευεργετικά αποτελέσματα, συμβάλλοντας παράλληλα στην πλήρη εκμετάλλευση των
ικανοτήτων μας. Συγκεκριμένοι, δηλαδή, συνδυασμοί συχνοτήτων αυξάνουν το
επίπεδο της εγρήγορσης- άλλοι επηρεάζουν τον ύπνο- άλλοι έχουν θεραπευτική
επίδραση, ενώ κάποιοι άλλοι προκαλούν μη-κανονικές, διευρυμένες συνειδησιακές
καταστάσεις.
Με τη Βοήθεια ενός
πλήρους επιτελείου ειδικών στην ψυχολογία, ιατρική, βιοχημεία, ψυχιατρική,
ηλεκτρική μηχανική, την φυσική και την εκπαίδευση, ο Ρόμπερτ Μονρόε ανέπτυξε
τελικά το Hemi-Sync - μια χαμηλού κόστους, πρωτοποριακή ακουστική τεχνική.
Ο Ρόμπερτ Μονρόε έχει εκδώσει τρία Βιβλία, που ουσιαστικά
εισάγουν το "ανήσυχο" κοινό σ' έναν κόσμο πέρα από τα στενά πλαίσια
που συνήθως πιστεύουμε ότι ζούμε. Στο πρώτο του βιβλίο: Journeys Out of the
Body, παρουσιάζει έναν ορθολογιστή επιχειρηματία που ανακαλύπτει ότι έχει
αφήσει το φυσικό του σώμα και ταξιδεύει σε μέρη πέρα από τη φυσική και
εγκεφαλική πραγματικότητα. Το δεύτερο βιβλίο του. Far Journeys, μας οδηγεί πέρα
από τις γνωστές διαστάσεις τού υλικού σύμπαντος, προσφέροντάς μας μια νέα
αντίληψη των απεριόριστων δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου. Στο τρίτο του βιβλίο,
Ultimate Journey, μας καθοδηγεί πέρα από τα γνωστά όρια της ανθρώπινης
εμπειρίας.
Ποιό είναι το
Ινστιτούτο Μονρόε: Το Ινστιτούτο Μονρόε είναι ένας έγκυρος μη-κερδοσκοπικός
εκπαιδευτικός και ερευνητικός οργανισμός, που σήμερα λειτουργεί στο Blue Ridge
Mountains της Βιρτζίνια, υπό τη διεύθυνση της κόρης τού ιδρυτή του, Λόρεϊ
Μονρόε.
Ιδρύθηκε το 1956,
όταν ο Ρόμπερτ Μονρόε καθιέρωσε την έρευνα για τη μελέτη της μαθησιακής
ικανότητας κατά τη διάρκεια του ύπνου. Έπειτα από τα συναρπαστικά αποτελέσματα
εκείνης της πρώιμης έρευνας, ο Μονρόε και η ομάδα του άρχισαν να εστιάζονται σε
μεθόδους που μπορούν να επηρεάσουν και να παράγουν συγκεκριμένες συνειδησιακές
καταστάσεις. Σταδιακά αυτές οι προσπάθειες επέφεραν σημαντικά αποτελέσματα, τα
οποία μάλιστα προκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών επιστημόνων από διαφορετικούς
κλάδους.
Τελικά, ο Μονρόε
κατάφερε να εξελίξει μεθόδους και τεχνικές, οι οποίες επιτυγχάνουν τον Συγχρονισμό
των δύο Ημισφαιρίων του εγκεφάλου (Hemispheric Synchronization). Αυτή η
διαδικασία-πρόγραμμα είναι πλέον γνωστή ως Hemi- Sync. To Hemi-Sync έχει
τιμηθεί με δύο διπλώματα ευρεσιτεχνίας, έχει γίνει αντικείμενο πολυάριθμων
δημοσιεύσεων και χρησιμοποιείται ευρύτατα σε ποικίλες επαγγελματικές εφαρμογές.
Στα Ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του: «Το Υπέρτατο ταξίδι
από τις εκδόσεις Έσοπτρον»